- τετράχρονος
- τετράχρονοςcontaining four time-unitsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετράχρονος — η, ο / τετράχρονος, ον, ΝΑ (μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους») νεοελλ. 1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί») 2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη… … Dictionary of Greek
τετράχρονος — η, ο 1. (για μηχανές), αυτός που εκτελεί σε τέσσερις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας. 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών: Τετράχρονο αγόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετράχρονον — τετράχρονος containing four time units masc/fem acc sg τετράχρονος containing four time units neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχρόνοις — τετράχρονος containing four time units masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχρόνου — τετράχρονος containing four time units masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχρόνους — τετράχρονος containing four time units masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχρόνων — τετράχρονος containing four time units masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράχρονοι — τετράχρονος containing four time units masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… … Dictionary of Greek